Με τον όρο παρένθετη μητρότητα αναφερόμαστε στην περίπτωση κατά την οποία μια γυναίκα δέχεται να κυοφορήσει το παιδί μιας άλλης γυναίκας, η οποία είναι η βιολογική του μητέρα. Δηλαδή η βιολογική μητέρα προσφέρει το γενετικό υλικό και η παρένθετη προσφέρει τη «φιλοξενία» του εμβρύου μέχρι τη γέννηση.
Πρόκειται για μια πράξη προσφοράς που δίνει τη δυνατότητα σε γυναίκες που αδυνατούν να κυοφορήσουν λόγω ανατομικών κυρίως προβλημάτων στη μήτρα, να γίνουν μητέρες μέσω ενός τρίτου προσώπου. Η διαδικασία είναι απολύτως νόμιμη, διέπεται από τους νόμους 3305/2005 και επιτρέπεται μόνο όταν συντρέχουν ιατρικοί λόγοι.
Ο τρόπος που εφαρμόζεται, είναι η παρένθετη μητέρα να κυοφορεί έμβρυο το οποίο είναι αποτέλεσμα εξωσωματικής γονιμοποίησης με τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια ενός ζευγαριού ή τρίτου ανώνυμου δότη. Ο ρόλος της παρένθετης μητέρας είναι πολύ σημαντικός αλλά ξεκάθαρα διαδικαστικός – αυτός δηλαδή του να κυοφορήσει το έμβρυο χωρίς να σχετίζεται βιολογικά με αυτό.
Είναι σαφές ότι η παρένθετη μητρότητα αποτελεί μονόδρομο για τις γυναίκες που αδυνατούν για ιατρικούς λόγους να κυοφορήσουν. Αφορά ως επί το πλείστον, γυναίκες που έχουν υποστεί υστερεκτομή, έχουν υποβληθεί σε ακτινοβολία ή χημειοθεραπεία, υποφέρουν από χρόνιες ασθένειες (π.χ. νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακές παθήσεις κα.), παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο αποβολής ή έχουν ιστορικό πολλαπλών αποβολών, πάσχουν από συγγενή απουσία μήτρας, συγγενείς ανωμαλίες διάπλασης της μήτρας ή έχουν πολλαπλά ινομυώματα. Η εμμηνόπαυση, ωστόσο, δεν αποτελεί ένδειξη για χρήση παρένθετης μήτρας.
Πριν από τη διαδικασία της εμβρυομεταφοράς είναι απαραίτητο να έχει εκδοθεί ειδική δικαστική άδεια η οποία κατοχυρώνει τα δικαιώματα των βιολογικών γονέων και προστατεύει εξίσου και την παρένθετη μητέρα.
Η παρένθετη μητέρα μπορεί να είναι συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο ή ακόμα και άγνωστη στο ζευγάρι και η αποζημίωση που λαμβάνει καθορίζεται από το νόμο.